προκηρύσσομαι

προκηρύσσομαι
προκηρύσσομαι, προκηρύχθηκα και προκηρύχτηκα, (σπάν.) προκηρυγμένος βλ. πίν. 28

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προερώ — έω, ΜΑ (χρησιμοποιείται ως μέλλων τού προλέγω* και τού προαγορεύω*) 1. (μτχ. παρακμ.) προειρημένος, η, ον βλ. προλέγω 2. παθ. προεροῡμαι (για πόλεμο) προκηρύσσομαι αρχ. 1. καλώ κάποιον δημοσία 2. φρ. «ἔπεμπε κήρυκας... προερέοντας» έστελνε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”